Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαντλητικός
1 εγγραφή
εξαντλητικός -ή -ό [eksandlitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί σωματική εξάντληση ή γενικά μείωση των δυνατοτήτων κάποιου: Εξαντλητική εργασία / πορεία. 2. που χαρακτηρίζεται από πληρότητα: Εξαντλητική μελέτη / ανάλυση ενός θέματος. εξαντλητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξαντλη- (εξαντλώ) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες