Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαμαρτείν
1 εγγραφή
εξαμαρτείν το [eksamartín] Ο (άκλ.) : μόνο στην απαρχ. ΦΡ το δις* ~ ουκ ανδρός σοφού.

[λόγ. < απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ἐξαμαρτάνω `κάνω λάθος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες