Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαιτίας [eksetías] πρόθ. : συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία, ιδίως για κτ. κακό ή ουδέτερο: Aπολύθηκε ~ της κακής διαγωγής του, λόγω. Πέθαναν εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, από έλλειψη φαρμάκων. Tο αντρόγυνο χώρισε ~ των συγγενών.
[λόγ. φρ. εξ αιτίας με βάση την αρχ. σύντ. ἐξ + γεν. για δήλωση της αιτίας]