Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαιτίας
1 εγγραφή
εξαιτίας [eksetías] πρόθ. : συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία, ιδίως για κτ. κακό ή ουδέτερο: Aπολύθηκε ~ της κακής διαγωγής του, λόγω. Πέθαναν εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, από έλλειψη φαρμάκων. Tο αντρόγυνο χώρισε ~ των συγγενών.

[λόγ. φρ. εξ αιτίας με βάση την αρχ. σύντ. ἐξ + γεν. για δήλωση της αιτίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες