Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαερίζω [eksaerízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξαερισμό.
[λόγ. εξ- αερ- (δες αέρας) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. αερίζω (πρβ. μσν. εξαερίζω `εξατμίζω΄ ίδ. ετυμ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. εξ- αερ- (δες αέρας) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. αερίζω (πρβ. μσν. εξαερίζω `εξατμίζω΄ ίδ. ετυμ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |