Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγορά
3 εγγραφές [1 - 3]
εξαγορά η [eksaγorá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγοράζω. 1. αγορά, απόκτηση κυριότητας σε κτ.: ~ των μετοχών μιας εταιρείας. 2. (μτφ.) καταβολή ορισμένου αντιτίμου, συνήθ. χρηματικού, με αποτέλεσμα: α. την απαλλαγή από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: ~ της ποινής / της στρατιωτικής θητείας. β. την απελευθέρωση κάποιου: ~ σκλάβων / αιχμαλώτων. γ. την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ευνοϊκής διάθεσης κάποιου· (πρβ. δωροδοκία): ~ του δικαστή / του διαιτητή. || ~ συνειδήσεων.

[λόγ. εξαγορ(άζω) -ά (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: αγοράζω - αγορά μτφρδ. γαλλ. rachat]

εξαγοράζω [eksaγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αγοράζω κτ., αποκτώ κυριότητα σε αυτό: Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του. 2. (μτφ.) πληρώνω ορισμένο αντίτιμο, συνήθ. χρηματικό, και έτσι: α. απαλλάσσομαι από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση, εξαγόρασε όμως την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. β. (για πρόσ., ιδ. αιχμάλωτο, δούλο κτλ.) απελευθερώνω: Οι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν ως δούλοι, αργότερα όμως εξαγοράστηκαν από τους συγγενείς τους. || ~ την ελευθερία κάποιου. γ. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· (πρβ. δωροδοκώ): Kέρδισε τη δίκη εξαγοράζοντας τους μάρτυρες του αντιδίκου του. || ~ τη σιωπή κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαγοράζω]

εξαγοράσιμος -η -ο [eksaγorásimos] Ε5 : που είναι δυνατό να εξαγοραστεί. || (για ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη) που μπορεί κανείς να απαλλαχτεί από αυτή πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο: Εξαγοράσιμη ποινή / στρατιωτική θητεία.

[λόγ. εξαγορασ- (εξαγοράζω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες