Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντόπιος
1 εγγραφή
εντόπιος -α -ο [endópios] Ε6 : (λόγ.) ντόπιος, εγχώριος ή, για πρόσωπο, αυτόχθων, γηγενής.

[λόγ. < αρχ. ἐντόπιος `τοπικός, του τόπου΄, ελνστ. οἱ ἐντόπιοι `κάτοικοι της περιοχής, όχι ξένοι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες