Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντούτοις [endútis] σύνδ. αντιθ. : σε παρατακτική σύνδεση, ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και κυρίως στην αρχή της πρότασης, εκφράζει εναντίωση προς τα προηγούμενα· παρ΄ όλα αυτά, μολαταύτα: Έγιναν πολλές συζητήσεις· ~ το πρόβλημα δε λύθηκε ακόμη. || συχνά για να δηλωθεί εντονότερα και εξαρχής η ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στα δύο συνδεόμενα μέλη, προηγείται δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση: Παρόλο που προσπάθησε πολύ, ~ δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Aν και γενικά συμφωνούσε, ~ δεν υπέγραψε τη δήλωση.
[λόγ. < μσν. φρ. εν τούτοις (δοτ. της αντων. τούτο) `στο αναμεταξύ΄ σημδ. γερμ. indessen]