Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντοιχισμός
1 εγγραφή
εντοιχισμός ο [endixizmós] Ο17 : η ενέργεια του εντοιχίζω· εντοίχιση: ~ αναμνηστικής πλάκας.

[λόγ. εντοιχισ- (εντοιχίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες