Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντερο
6 εγγραφές [1 - 6]
έντερο το [éndero] Ο40 : (και ιατρ., στον εν. ή στον πληθ.) το τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το στομάχι ως τον πρωκτό, στο οποίο ολοκληρώνεται η πέψη: Aνατομία του εντέρου / των εντέρων. Παθήσεις / λοιμώξεις του εντέρου / των εντέρων, εντερικές. Έχω πόνο / ενοχλήσεις στα έντερα. || (στον εν.) για το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία διακρίνεται ανατομικώς το έντερο: Λεπτό ~. Παχύ ~.

[λόγ. < αρχ. ἔντερον (πληθ. ἔντερα `εντόσθια΄)]

εντερο- [endero] & εντερό- [enderó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & εντερ- [ender], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ανθρώπινο έντερο: εντεραλγία, εντερεκτομή, ~γραφία, ~λιθίαση, εντερόλιθος, ~λογία, ~πάθεια, ~πλαστική, ~σκόπιο.

[λόγ. < αρχ. ἐντερ(ο)- θ. του ουσ. ἔντερο(ν) `έντερο΄, ἔντερα `εντόσθια΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐντε ρο-ειδής `που μοιάζει με εντόσθια΄, ἐντερο-πώλης `που πουλάει εντόσθια΄ & διεθ. entero- < αρχ. ἐντερο-: εντερο-κολίτιδα < γαλλ. entéro colite]

εντεροκολίτιδα η [enderokolítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου των εντέρων, κυρίως του παχέως αλλά και του λεπτού· (πρβ. κολίτιδα, εντερίτιδα).

[λόγ. < γαλλ. entérocolite < entéro- = εντερο- + colite = κολ(ίτις) -ίτιδα]

εντερολιθίαση η [enderoliθíasi] Ο33 : (ιατρ.) σχηματισμός και παρουσία λίθων μέσα στον εντερικό σωλήνα.

[λόγ. < γαλλ. entérolithiase < entéro- = εντερο- + lithiase = λιθία(ση) -ση]

εντερόνεια η [enderónia] Ο27 : (λόγ.) 1. (ναυτ.) η εσωτερική (ξύλινη) επένδυση σκάφους. 2. (βοτ.) εντεριώνη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐντερόνεια· 2: ελνστ. σημ.]

εντεροπάθεια η [enderopáθia] Ο27 : (ιατρ.) οποιαδήποτε πάθηση των εντέρων.

[λόγ. εντερο- + -πάθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες