Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντατικός
1 εγγραφή
εντατικός -ή -ό [endatikós] Ε1 : για ενέργεια, δράση κτλ. που γίνεται με πολλή ένταση, με αύξηση ενέργειας ή δραστηριότητας, ώστε να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο συντομότερο χρόνο: Εντατικές προσπάθειες, έντονες. Εντατικό διάβασμα / μελέτη. Εντατική εργασία. Εντατικό πρόγραμμα. ~ ρυθμός. Πρόγραμμα εντατικών μαθημάτων. || (ειδικότ.): Εντατική καλλιέργεια, που δεν εξαρτάται από την παραγωγικότητα του εδάφους, αλλά από την εφαρμογή ειδικών μεθόδων και από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. || Θάλαμος / μονάδα εντατικής θεραπείας και ως ουσ. η εντατική, όπου νοσηλεύονται ασθενείς των οποίων η κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη και συνεχή παρακολούθηση. εντατικά & (λόγ.) εντατικώς ΕΠIΡΡ: Εργάζομαι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐντατικός `που διεγείρει σεξουαλικά΄ σημδ. γαλλ. intense· λόγ. εντατικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες