Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντέλλομαι [endélome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μππ. εντεταλμένος* : (λόγ.) α. παίρνω εντολή, διατάσσομαι: Ο αρμόδιος υπάλληλος εντέλλεται να ενεργήσει έλεγχο. Yπηρεσία εντελλομένων εξόδων, που για την έγκρισή τους απαιτείται ειδική εντολή. β. (σπανιότ.) δίνω εντολή, διατάσσω, αναθέτω.
[λόγ. < αρχ. ἐντέλλομαι]