Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενσυναίσθημα
1 εγγραφή
ενσυναίσθημα το [ensinésθima] Ο49 : (ψυχ.) η ικανότητα να συμμετέχουμε στις ψυχικές εμπειρίες ενός άλλου, να ξαναζούμε, κατά κάποιον τρόπο, τα βιώματά του.

[λόγ. εν- συναίσθημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες