Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενστερνίζομαι
1 εγγραφή
ενστερνίζομαι [ensternízome] Ρ2.1β : αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη μια ιδέα, άποψη κτλ. άλλου, πιστεύω βαθύτατα σ΄ αυτήν· ασπάζομαι, εγκολπώνομαι: Ενστερνίστηκε τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού. Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του. ~ τις απόψεις / τις προτάσεις / τα αιτήματα κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἐνστερνίζομαι & σημδ. γαλλ. embrasser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες