Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενσταντανέ
1 εγγραφή
ενσταντανέ το [enstantané] Ο (άκλ.) : φωτογράφηση ή φωτογραφία στιγμιαίας εικόνας· στιγμιότυπο: Tράβηξε κάποια χαρακτηριστικά ~.

[λόγ. < γαλλ. instantané]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες