Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοφθαλμία
1 εγγραφή
ενοφθαλμία η [enofθalmía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική υποχώρηση του βολβού του οφθαλμού στο βάθος της οφθαλμικής κόγχης.

[λόγ. < γαλλ. énophthalmie < en- = εν- ophthalmie κατά το (ex)ophthalmie = εξοφθαλμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες