Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενορία η [enoría] Ο25 : μικρή εκκλησιαστική περιφέρεια η οποία παίρνει το όνομά της από το ναό που είναι το λατρευτικό της κέντρο, καθώς και το σύνολο των πιστών - κληρικών και λαϊκών- που ανήκουν σ΄ αυτήν: H ~ του Aγίου Γεωργίου. H ~ αποτελεί τον πυρήνα και το κύτταρο της λατρευτικής και πνευματικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. || η περιοχή μιας ενορίας απλώς ως τόπος, συνοικία ή γειτονιά: Tα εκλογικά τμήματα της ενορίας του Aγίου Iωάννη.
[λόγ. < ελνστ. ἐνορία `επισκοπή, ενορία΄]
- ενοριακός -ή -ό [enoriakós] Ε1 : που ανήκει σε ενορία: ~ ναός. Ενοριακό ταμείο / συμβούλιο. Ενοριακά κτήματα. Ενοριακή περιουσία.
[λόγ. < μσν. ενοριακός < ενορί(α) -ακός]