Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοικιαστής
1 εγγραφή
ενοικιαστής ο [enikiastís] Ο7 θηλ. ενοικιάστρια [enikiástria] Ο27 : αυτός που νοικιάζει κτ. από άλλον· μισθωτής: Ο ~ ενός διαμερίσματος / μιας κατοικίας, νοικάρης. ~ καταστήματος / επιχείρησης. || (παρωχ.) Ενοικιαστές φόρων.

[λόγ. ενοικιασ- (ενοικιάζω) -τής (πρβ. μσν. νοικιαστής με αποβ. του αρχικού άτ. φων.)· λόγ. ενοικιασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες