Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοίκιο
2 εγγραφές [1 - 2]
ενοίκιο το [eníkio] Ο40 : το χρηματικό ποσό που οφείλει να πληρώνει ο ενοικιαστής (μισθωτής) και εισπράττει ο εκμισθωτής· μίσθωμα· νοίκι: Mηνιαίο / ετήσιο ~. ~ κύριας κατοικίας. Aύξηση / απελευθέρωση των ενοικίων.

[λόγ. < αρχ. ἐνοίκιον]

ενοικιοστάσιο το [enikiostásio] Ο40 : (νομ.) μέτρο με το οποίο το κράτος επιβάλλει στους εκμισθωτές ακινήτων την παράταση των μισθώσεων και μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, χωρίς αύξηση του ενοικίου.

[λόγ. ενοίκι(ο) -ο- + -στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες