Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενθυλακώνω [enθilakóno] Ρ1α : (λόγ., συνήθ. ειρ.) βάζω στην τσέπη μου πράγμα ξένο, το κλέβω· τσεπώνω.
[λόγ. εν- θύλακ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. empocher]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. εν- θύλακ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. empocher]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |