Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενετικός
1 εγγραφή
ενετικός -ή -ό [enetikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Ενετούς ή στη Bενετία (συνήθ. όταν αναφερόμαστε στην περίοδο της Δημοκρατίας της Bενετίας)· (πρβ. βενετικός, βενετσιάνικος): Ενετικά κράτη. Ενετικό κάστρο. || (παρωχ.) ~ φανός, χάρτινο (διακοσμητικό) φαναράκι, κινέζικο φαναράκι. Ενετική βραδιά, φαντασμαγορική εκδήλωση με ανάλογη διακόσμηση.

[λόγ. < ελνστ. ῾Ενετικός < ελνστ. πληθ. ῾Ενετ(οί) (λαός της Aδριατικής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες