Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεστώς
2 εγγραφές [1 - 2]
ενεστώς ο [enestós] Ο : (λόγ.) ενεστώτας.

[λόγ. < ελνστ. ἐνεστώς]

ενεστώς -ώσα -ώς [enestós] Ε : (λόγ.) που είναι στο παρόν, τώρα: H ενεστώσα διεθνής κατάσταση, η παρούσα. || συνήθ.: Tο ~ έτος (ε.έ), το παρόν, το τρέχον: Στις 5 Mαΐου ε.έ. (ενεστώτος έτους).

[λόγ. < αρχ. ἐνεστώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες