Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδο-
1 εγγραφή
ενδο- [enδo] & ενδό- [enδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ενδ- [enδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [o] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. έχει τη σημασία: εντός, μέσα και δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται, συμβαίνει, υπάρχει στο εσωτερικό ενός οργανικού συνόλου ή ενός οργανισμού: ~γένεση, ~έκκριση· ~παράσιτα· ενδόζωα. ANT εκτόζωα. 2. δηλώνει το εσωτερικό μέρος αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βράγχια, ANT εκτο-· ενδόφλοιο· ~χώρα. || (ιατρ.) με αναφορά στο εσωτερικό τμήμα του οργάνου το οποίο συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~καρδίτιδα, ~τραχηλίτιδα. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται ή παρατηρείται εντός της περιοχής που υπαινίσσεται το β' συνθετικό. ANT εξω-: ~οικογενειακός, ~κυβερνητικός· (συχνά ανατ., ιατρ.): ~δερμικός, ~ηπατικός, ~καρδιακός, ~κυτταρικός, ενδοφθάλμιος, ~φλέβιος· ~θωρακικός. ANT εξω-.

[λόγ. < αρχ. ἐνδ(ο)- θ. του επιρρ. ἔνδο(ν) `μέσα΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐνδό-μυχος (δες λ.), ελνστ. ἐνδο-γενής `(δούλος) γεννημένος στο σπίτι΄ & διεθ. endo- < ελνστ. ἐνδο-: ενδο-γαμία < αγγλ. endogamy, ενδο-κάρδιο, ενδο-γένεση < νλατ. endocardium, endo genesis & μτφρδ.: ενδο-φλέβιος < γαλλ. intraveineux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες