Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοσκόπιο
1 εγγραφή
ενδοσκόπιο το [enδoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο για ενδοσκοπήσεις.

[λόγ. < γαλλ. endoscope < endo- = ενδο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες