Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοσκοπώ
1 εγγραφή
ενδοσκοπώ [enδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(ιατρ.) κάνω ενδοσκόπηση. 2. (παθ.) παρατηρώ ψυχικές λειτουργίες και φαινόμενα που συμβαίνουν στη συνείδησή μου. || (μτφ.): Ενδοσκοπούμενος ποιητής.

[λόγ. ενδοσκό π(ιον) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες