Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδομήτριος -ος / -α -ο [enδomítrios] Ε15 : (ιατρ.) που γίνεται ή αναπτύσσεται στο εσωτερικό της μήτρας. ANT εξωμήτριος: ~ κύηση. Ενδομήτρια ζωή. || (ως ουσ.) το ενδομήτριο, ο βλεννογόνος χιτώνας που καλύπτει την κοιλότητα της μήτρας.
[λόγ. ενδο- + μήτρ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. intra-utérin & νλατ. (ουσ.) endometrium < endo- = ενδο- + αρχ. μήτρ(α) -ium = -ιον]