Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοκρινολόγος
1 εγγραφή
ενδοκρινολόγος ο [enδokrinolóγos] Ο18 θηλ. ενδοκρινολόγος [enδokri nolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην ενδοκρινολογία: Tα συμπτώματα που παρουσιάζει επιβάλλουν να τον δει ένας ~.

[λόγ. < αγγλ. endocrinologist < endocrino(logy) = ενδοκρινο(λογία) -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες