Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδοέκκριση η [enδoékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) η παραγωγή από ορισμένους αδένες ουσιών (ορμονών) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος.
[λόγ. ενδο- + έκκρι(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. sécrétion endocrine]