Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδιάμεσος
1 εγγραφή
ενδιάμεσος -η -ο [enδiámesos] Ε5 : 1.για χώρο ή χρόνο που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, από τους οποίους και ορίζεται· που μεσολαβεί: ~ χώρος. Ενδιάμεσο κενό· (πρβ. διάκενο). Ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. || ~ τοίχος, που χωρίζει δύο χώρους· (πρβ. μεσότοιχος). 2. που βρίσκεται ή γίνεται σε οποιαδήποτε θέση μεταξύ δύο άκρων (μιας αρχής και ενός τέλους): Ενδιάμεσοι σταθμοί, οι μεταξύ αφετηρίας και τέρματος. Ενδιάμεσοι όροφοι (ενός κτίσματος), οι μεταξύ πρώτου και τελευταίου. 3. (ως ουσ.) α. (προφ.) ο ενδιάμεσος, για πρόσωπο που μεσολαβεί, που έχει μεσολαβητικό ρόλο· (πρβ. μεσολαβητής, μεσάζων). β. το ενδιάμεσο, για κτ. που μεσολαβεί. (επιρρ. έκφρ.) στο ενδιάμεσο, στον ενδιάμεσο χώρο ή χρόνο· ενδιάμεσα. ενδιάμεσα & (λόγ.) ενδιαμέσως ΕΠIΡΡ σε ενδιάμεσο χώρο ή χρόνο: Εκτός από την επίσκεψή του στο Bέλγιο και την Iταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ~ και τη Γαλλία.

[λόγ. εν- διάμεσος μτφρδ. γαλλ. intermédiaire· λόγ. ενδιάμεσ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες