Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδημία η [enδimía] Ο25 : α.(ιατρ.) η συνεχής ή τακτική εμφάνιση λοιμώδους νόσου σε ορισμένο τόπο και σε περιορισμένο αριθμό ατόμων. β. (λόγ.) διαρκής διαμονή σε ορισμένο τόπο.
[λόγ.: β: ελνστ. ἐνδημία `κατοικία σε έναν τόπο΄· α: γαλλ. endém(ie) -ία (κατά το epidémie = επιδημία) με βάση την αρχ. φρ. ἔνδημον νόσημα `ενδημικό νόσημα΄]