Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδεδειγμένος
1 εγγραφή
ενδεδειγμένος -η -ο [enδeδiγménos] Ε3 : που ενδείκνυται, που υποδεικνύεται από τα πράγματα ως καταλληλότερος: H πλέον ενδεδειγμένη λύση / απόφαση. Πήρε όλα τα ενδεδειγμένα για την περίσταση μέτρα. H συμπεριφορά σου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, η πρέπουσα.

[λόγ. < αρχ. ἐνδεδειγμένος `που έχει καταμηνυθεί΄ μππ. του ρ. ἐνδείκνυμι, κατά τη σημ. της λ. ενδεικνύομαι (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες