Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναλλακτικός
1 εγγραφή
εναλλακτικός -ή -ό [enalaktikós] Ε1 : 1.που μπορεί να εναλλάσσεται με άλλον ή να χρησιμοποιείται αντί άλλου, ανάλογα με τις περιστάσεις ή τις ανάγκες: Εναλλακτικές προτάσεις / μέθοδοι / λύσεις. Εναλλακτικοί τρόποι. Aναγκάστηκα να δεχτώ τους όρους του, γιατί δεν είχα άλλη εναλλακτική πρόταση. || (ειδικότ.): Εναλλακτικές πηγές ενέργειας, οι πηγές ενέργειας που δε βλάπτουν το περιβάλλον και είναι ανανεώσιμες. Εναλλακτικοί οικολόγοι, που υποστηρίζουν τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. || (στρατ.) Εναλλακτική θητεία, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων ενός ατόμου με υπηρεσία, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε χώρους όπου προσφέρεται κοινωνικό έργο. 2. (συνήθ. για την τέχνη κτλ.) που αμφισβητεί τις καθιερωμένες μορφές και φόρμες: Εναλλακτική ζωγραφική. ~ κινηματογράφος. εναλλακτικά & εναλλακτικώς ΕΠIΡΡ: Λειτουργούν ~, πότε το ένα πότε το άλλο· (πρβ. εναλλάξ).

[λόγ. < ελνστ. ἐναλλακτικός `που μετατρέπεται, ανώμαλος΄ σημδ. γαλλ. alternatif ή αγγλ. alternative· λόγ. εναλλακτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες