Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναγκαλίζομαι
1 εγγραφή
εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. αγκαλιάζω κπ. ή κτ. || (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που αγκαλιάζονται. β. (μτφ.) β1. περιβάλλω κπ. ή κτ. με στοργή. β2. ενστερνίζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ἐναγκαλίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες