Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναέριος -α -ο [enaérios] Ε6 : α.που βρίσκεται, που αιωρείται στον αέρα: Εναέριο καλώδιο. Εναέρια σύρματα. ~ σιδηρόδρομος, που κινείται σε αιωρούμενο σύρμα. || (βοτ.) εναέριες ρίζες, που αναπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β. που γίνεται, που έχει σχέση με τα αεροπλάνα ή με τις αεροπορικές συγκοινωνίες: Εναέρια συγκοινωνία. Περιοχή εναέριας κυκλοφορίας, τομέας του εναέριου χώρου όπου ασκείται έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐναέριος]