Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέσιμος
1 εγγραφή
ενέσιμος -η -ο [enésimos] Ε5 : που μπορεί να εισαχθεί στο σώμα μας με ένεση: Ενέσιμο διάλυμα.

[λόγ. ένεσ(ις) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες