Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέργεια
2 εγγραφές [1 - 2]
ενέργεια η [enérjia] Ο27 : πράξη, κίνηση, λειτουργία που τείνει να μεταβάλει μια κατάσταση, να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα. 1. πράξη, δράση, κίνηση, προσπάθεια για την επιτυχία αποτελέσματος: Εχθρική / φιλική ~, πράξη. Θέτω / βάζω σε ~ κτ., σε κίνηση, σε δράση. Άκαρπη / αποτελεσματική ~. Bάζω σ΄ ~ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. || (έκφρ.) εν ενεργεία, για στρατιωτικούς (και με επέκτ. για άλλους υπαλλήλους) που βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία: Εν ενεργεία στρατιωτικός / υπάλληλος / πολιτικός. 2. (φυσ.) η ιδιότητα υλικού σώματος να παράγει έργο· ό,τι μπορεί να μεταβληθεί σε μηχανικό έργο ή ό,τι παράγεται με την κατανάλωση μηχανικού έργου: Hλιακή / αιολική / γεωθερμική ~. πυρηνική ~. Ύλη και ~. Ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας. Ήπιες* μορφές ενέργειας. 3. δράση, επενέργεια: ~ φαρμακευτικής ουσίας. Πόση ώρα διαρκεί η ~ αυτού του παυσίπονου;

[λόγ.: 1: αρχ. ἐνέργεια· 2: σημδ. γαλλ. énergie & αγγλ. energy < υστλατ. energeia < αρχ. ἐνέργεια· 3: κατά τη σημ. του ενεργώ4]

ενεργειακός -ή -ό [enerjiakós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στις μορφές ενέργειας τις οποίες χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να παράγει (ωφέλιμο) έργο: Ο ~ πλούτος μιας χώρας. Οι ενεργειακές πηγές. Tο ενεργειακό πρόβλημα. Ενεργειακή κρίση, τα αρνητικά αποτελέσματα που δημιουργούνται από την έλλειψη πηγών ενέργειας και ιδίως του πετρελαίου.

[λόγ. ενέργει(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες