Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμψυχώνω [empsixóno] -ομαι Ρ1 : 1.ενισχύω το ψυχικό σθένος, τις ψυχικές δυνάμεις κάποιου· εμπνέω σε κπ. θάρρος, αυτοπεποίθηση· ενθαρρύνω: Ο λόγος του εμψύχωσε τους στρατιώτες. H άφιξη ενισχύσεων εμψύχωσε τους πολιορκημένους. 2. (σπάν.) δίνω ψυχή, ζωή σε κτ. που δεν έχει (που είναι άψυχο ή νεκρό).
[λόγ. < ελνστ. ἐμψυχ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. animer, ranimer]