Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφυσώ [emfisó] Ρ10.1α αόρ. και ενεφύσησα, απαρέμφ. εμφυσήσει : (λόγ.) α. εισάγω κτ. κάπου με φύσημα. || Ο Θεός ενεφύσησε ζωή στον άνθρωπο. β. (μτφ.) εμπνέω σε κπ. ιδέα ή συναίσθημα: Ο δάσκαλός μας μας είχε εμφυσήσει την πίστη στα εθνικά ιδανικά.
[λόγ. < ελνστ. ἐμφυσῶ `φυσώ μέ σα΄, αρχ. σημ.: `φουσκώνω΄]