Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφαντικός -ή -ό [emfandikós] Ε1 : (λόγ.) 1. δηλωτικός, ενδεικτικός. 2. αντί του εμφατικός.
εμφαντικώς & εμφαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐμφαντικός, ἐμφαντικῶς]