Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφαντικός -ή -ό [emfandikós] Ε1 : (λόγ.) 1. δηλωτικός, ενδεικτικός. 2. αντί του εμφατικός.
εμφαντικώς & εμφαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐμφαντικός, ἐμφαντικῶς]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ἐμφαντικός, ἐμφαντικῶς]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |