Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφανής -ής -ές [emfanís] Ε10 : που διακρίνεται ή γίνεται αντιληπτός (με την όραση ή γενικότερα την αντίληψη) καλά και ευχερώς· ορατός, φανερός, ευδιάκριτος, προφανής, πρόδηλος, αισθητός: Εμφανή σημεία / σημάδια. ~ διαφορά / ομοιότητα / βελτίωση / αύξηση / επίδραση. Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού. || (έκφρ.) είναι εμφανές ότι
, είναι φανερό, πρόδηλο.
εμφανώς ΕΠIΡΡ φανερά, αισθητά, πολύ: Έχει ~ βελτιωθεί. || (με επίθ. που σημαίνουν ποσότητα, ποιότητα κτλ., συνήθ. συγκρ. βαθμού): ~ διαφορετικός. ~ καλύτερος / μεγαλύτερος / μικρότερος. [λόγ. < αρχ. ἐμφανής, ἐμφανῶς]