Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφανής
1 εγγραφή
εμφανής -ής -ές [emfanís] Ε10 : που διακρίνεται ή γίνεται αντιληπτός (με την όραση ή γενικότερα την αντίληψη) καλά και ευχερώς· ορατός, φανερός, ευδιάκριτος, προφανής, πρόδηλος, αισθητός: Εμφανή σημεία / σημάδια. ~ διαφορά / ομοιότητα / βελτίωση / αύξηση / επίδραση. Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού. || (έκφρ.) είναι εμφανές ότι…, είναι φανερό, πρόδηλο. εμφανώς ΕΠIΡΡ φανερά, αισθητά, πολύ: Έχει ~ βελτιωθεί. || (με επίθ. που σημαίνουν ποσότητα, ποιότητα κτλ., συνήθ. συγκρ. βαθμού): ~ διαφορετικός. ~ καλύτερος / μεγαλύτερος / μικρότερος.

[λόγ. < αρχ. ἐμφανής, ἐμφανῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες