Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπυάζω
1 εγγραφή
εμπυάζω [embjázo] Ρ2.1α μππ. εμπυασμένος & ομπυάζω [ombjázo] Ρ2.1α μππ. ομπυασμένος : (λαϊκότρ., για πληγές κτλ.) σχηματίζω πύον· εμπυούμαι.

[έμπυ(ο), όμπυ(ο) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες