Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπρόθεσμος
1 εγγραφή
εμπρόθεσμος -η -ο [embróθezmos] Ε5 : για ενέργεια που γίνεται ή έχει γίνει μέσα σε προκαθορισμένη προθεσμία. ANT εκπρόθεσμος: Εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης / κατάθεση δικαιολογητικών. || (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί πριν τη λήξη προθεσμίας: Είσαι ~. Δεν πήραν την αίτησή μου, γιατί δεν ήμουν ~. || (ως ουσ.): Θα γίνουν δεκτά μόνο τα δικαιολογητικά των εμπροθέσμων. εμπρόθεσμα & (λόγ.) εμπροθέσμως ΕΠIΡΡ μέσα στα όρια προθεσμίας. ANT εκπρόθεσμα, εκπροθέσμως: Kατέθεσα ~ όλα τα δικαιολογητικά.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπρόθεσμος· λόγ. < ελνστ. ἐμπροθέσμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες