Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμποτίζω [embotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βρέχω κτ. καλά, ως το εσωτερικό όλης της μάζας του· μουσκεύω. 2. (μτφ.) υποβάλλω σε κπ. ένα συναίσθημα ή μια ιδέα, έτσι ώστε η συνείδησή του να κυριαρχείται απόλυτα από αυτά: ~ κπ. με ένα συναίσθημα / με ένα ιδανικό. || (συνήθ. παθ.): Εμποτισμένος με μίσος / με ιδανικά.
[λόγ. εμ- (δες εν-) ποτίζω μτφρδ. γαλλ. imbiber]