Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπορευάμενος
1 εγγραφή
εμπορευάμενος ο [emborevámenos] Ο20 θηλ. εμπορευάμενη [embore vá meni] Ο32 : (προφ., λαϊκότρ.) ο έμπορος.

[εμπορευ(όμενος) μεταπλ. -άμενος· εμπορευάμεν(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες