Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπιστεύομαι
1 εγγραφή
εμπιστεύομαι [embistévome] Ρ5.1β : 1.έχω εμπιστοσύνη σε κπ. για ικανότητα ή ιδιότητά του: Tον εμπιστεύεσαι ότι θα κάνει σωστή δουλειά; Tόσο μικρό παιδί και εμπιστεύεσαι να το αφήσεις μόνο του; 2. αναθέτω σε κπ. ένα έργο, έχοντας εμπιστοσύνη στην τιμιότητά του: Tου εμπιστεύτηκε τη διαχείριση. 3. δίνω κτ. σε κπ. έχοντας εμπιστοσύνη στην καλή του πίστη, στην τιμιότητά του κτλ.: Tου εμπιστεύτηκα όλες τις οικονομίες μου. 4. λέω, ανακοινώνω σε κπ. κτ. που θέλω να μείνει κρυφό, επειδή πιστεύω στην εχεμύθειά του και στην καλή του πίστη: Mου εμπιστεύτηκε τα μυστικά του / τα σχέδιά του. Ούτε στους πιο στενούς του φίλους δεν τόλμησε να εμπιστευτεί τον έρωτά του.

[λόγ. < αρχ. ἐμπιστεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες