Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπιστευτικός
1 εγγραφή
εμπιστευτικός -ή -ό [embisteftikós] Ε1 : που απαιτεί εχεμύθεια, μυστικότητα. α. για ό,τι γίνεται ή δίνεται με την προϋπόθεση ή την πεποίθηση ότι θα κρατηθεί μυστικό: Εμπιστευτική έκθεση / ανακοίνωση / επιστολή / διαταγή / πληροφορία. β. που ανατίθεται σε κπ. με την προϋπόθεση ή την πεποίθηση ότι θα δείξει καλή πίστη και εχεμύθεια: Εμπιστευτική αποστολή / θέση. εμπιστευτικά & (λόγ.) εμπιστευτικώς ΕΠIΡΡ με τον όρο ότι θα τηρηθεί μυστικότητα, εχεμύθεια: Mας ανακοίνωσε όλως εμπιστευτικώς τις προθέσεις του.

[λόγ. εμπιστεύ(ομαι) -τικός· λόγ. εμπιστευτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες