Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπαικτικός
1 εγγραφή
εμπαικτικός -ή -ό [embektikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, λόγο κτλ.) που εμπαίζει, που γίνεται για εμπαιγμό· χλευαστικός, κοροϊδευτικός, περιπαικτικός, περιγελαστικός: Εμπαικτική προσφώνηση. Εμπαικτικό προσωνύμιο. Εμπαικτικό ύφος. εμπαικτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπαίκτ(ης) `που κοροϊδεύει΄ (δες εμπαίζω) -ικός· λόγ. εμπαικτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες