Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμορφιά η [emorfxá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ομορφιά.
[μσν. εμορφιά < εμορφία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. εὐμορφία με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (σύγκρ. έμορφος)]