Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμμονή
2 εγγραφές [1 - 2]
εμμονή η [emoní] Ο29 : το αποτέλεσμα του εμμένω, το να είναι κάποιος ανυποχώρητος, να μένει σταθερός ή πιστός σε μια άποψη, ιδέα, στάση κτλ.· (πρβ. επιμονή): Aυστηρή / σχολαστική / δογματική ~. ~ σε μια απόφαση. ~ σε πεποιθήσεις / σε αρχές, πίστη. Πεισματική εμμονή, επιμονή.

[λόγ. < αρχ. ἐμμονή `συνέχιση΄ κατά τη σημ. της λ. εμμένω]

έμμονος -η -ο [émonos] Ε5 : (λόγ.) 1α. που παραμένει αυτός που είναι, που δεν παθαίνει αλλαγές· σταθερός: Έμμονη αντίληψη / άποψη. (έκφρ.) έμμονη ιδέα: α. (ψυχιατρ.) ιδέα η οποία επανέρχεται επίμονα και διαρκώς στη συνείδηση ενός ασθενούς, ο οποίος και αδυνατεί παντελώς να απαλλαγεί από αυτή. β. ιδέα, σκέψη, γνώμη, παράσταση κτλ. με την οποία η συνείδησή μας απασχολείται μονίμως και διαρκώς, χωρίς να μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αυτή: Mε βασανίζουν έμμονες ιδέες. Έχει την έμμονη ιδέα ότι οι πάντες τον επιβουλεύονται. H επιθυμία να ταξιδέψει, να φύγει μακριά, είχε αρχίσει να του γίνεται έμμονη ιδέα. β. (ειδικότ.): Έμμονα έλαια, που δεν εξαερώνονται. Έμμονα αέρια, που δε διασκορπίζονται. 2. (φιλοσ.) για ό,τι υπάρχει μέσα σε ένα πράγμα ή σε μία έννοια και δεν μπορεί να βγει έξω από τα όριά της: Έμμονη αιτία, που υπάρχει μέσα σε μια έννοια παρά τις μεταβολές της. ANT εξωτερικός, υπερβατικός.

[λόγ.: 1: αρχ. ἔμμονος `σταθερός΄, ελνστ. σημ.: `χρόνιος΄ & σημδ. γαλλ. fixe, idée fixe· 2: σημδ. γαλλ. immanent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες