Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμιγκρέ
1 εγγραφή
εμιγκρές ο [emigrés] Ο13 & εμιγκρέ ο [emigré] Ο (άκλ.) : α.αυτός που εκπατρίζεται με τη θέλησή του, αυτοεξόριστος, πολιτικός φυγάς ή πρόσφυγας. β. (ιστ.) εκπατρισμένος με τη θέλησή του Γάλλος μοναρχικός κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης.

[λόγ. < γαλλ. émigré και προσαρμ. στη μορφολ. της δημοτ. με προσθήκη του ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες