Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβρυοκτόνος
1 εγγραφή
εμβρυοκτόνος -α / -ος -ο [emvrioktónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει το έμβρυο.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβρυοκτόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες